-
1 меньшинство
меньшинство с η μειονότητα* \меньшинство голосов η μειονοψηφία, η μειοψηφία* национальное \меньшинство η εθνική μειονότητα* * *сη μειονότηταменьшинство́ голосо́в — η μειονοψηφία, η μειοψηφία
национа́льное меньшинство́ — η εθνική μειονότητα
См. также в других словарях:
μειονοψηφία — η 1. το να έχει κανείς στη Βουλή ή σε άλλο συνέδριο λιγότερες από τις μισές ψήφους: Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης αποτελούν μειονοψηφία στη Βουλή. 2. το κόμμα ή τα κόμματα της αντιπολίτευσης στη Βουλή: Εκλέχτηκε βουλευτής με τη μειονοψηφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μειονοψηφία — η βλ. μειοψηφία … Dictionary of Greek
μειοψηφία — Η ομάδα των ψηφοφόρων που δεν έχει πετύχει τον αριθμό ψήφων που χρειάζεται για να επιβάλει τη θέλησή της, οποιαδήποτε και αν είναι η συνέλευση ή το εκλογικό σώμα όπου τελείται η ψηφοφορία. Στις πολιτικές ή διοικητικές ψηφοφορίες, μ. καλείται το… … Dictionary of Greek
Ορεινοί — (Montagnards). Έτσι ονομάστηκαν κατά τη Γαλλική Επανάσταση τα μέλη της πολιτικής εκείνης ομάδας που, έπειτα από τη Συμβατική Συνέλευση, κάθονταν στα πίσω (και ψηλότερα) αριστερά καθίσματα της αίθουσας στο όρος (montagne) όπως το χαρακτήριζαν… … Dictionary of Greek
μειοψηφία — η λιγότερες από τις μισές ψήφους, η μειονοψηφία: Είχε τη μειοψηφία από το μερίδιο της επιχείρησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μειοψηφώ — μειοψήφησα, έχω μειονοψηφία, μειονοψηφώ (βλ. λ.): Το σοσιαλιστικό κόμμα μειοψήφησε στις εκλογές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)